- μετασταθμεύω
- αμετ.1) менять местопребывание; 2) воен. передислоцироваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετασταθμεύω — (για μονάδες τού στρατού) αλλάζω τόπο στάθμευσης, σταθμεύω σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγλ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
μεταστάθμευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασταθμεύω, η αλλαγή τού τόπου στάθμευσης, η στάθμευση σε άλλο τόπο («η μεταστάθμευση τών λεωφορείων προκάλεσε αναστάτωση στο επιβατικό κοινό, που δεν τήν είχε πληροφορηθεί έγκαιρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. μετασταθμεύω. Η… … Dictionary of Greek